201211.09

Η υπόθεση των Ελληνικών Ναυπηγείων

Με την πρόσφατη απόφαση του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης, 2012/C 258/06, το Δικαστήριο αποδοκίμασε την πρακτική της ελληνικής κυβέρνησης σχετικά με την οικονομική ενίσχυση των Ελληνικών Ναυπηγείων στο παρελθόν, οδηγώντας αναμφισβήτητα τον κλάδο της ναυπηγοεπισκευαστικής, έστω προσωρινά, σε τέλμα. Αξίζει να δούμε κάποιες λεπτομέρειες αυτής της απόφασης.

Η γενικότερη προβληματική ξεκινά από τη δομή του θεσμικού πλαισίου. Βασική αρχή της Ευρωπαϊκής Ένωσης είναι η δημιουργία και διατήρηση ενός συστήματος ανόθευτου ανταγωνισμού στα πλαίσια της ενιαίας εσωτερικής αγοράς. Η χορήγηση κρατικών ενισχύσεων επιλεκτικά σε ορισμένες μόνο επιχειρήσεις,, η οποία μπορεί να λάβει ποικίλες μορφές, όπως απευθείας χρηματοδότηση, παροχή κρατικής εγγύησης για τη χορήγηση δανείων, φοροαπαλλαγές κπλ., μπορεί να οδηγήσει σε στρέβλωση του ανταγωνισμού. Για το λόγο αυτό η Συνθήκη για τη Λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης θεσπίζει την υποχρέωση των κρατών μελών να ενημερώνουν την Ευρωπαϊκή Επιτροπή για την πρόθεσή τους να ενισχύσουν μία επιχείρηση. Η Επιτροπή, εφαρμόζοντας το σχετικό κανονιστικό πλαίσιο, εγκρίνει την ενίσχυση υπό τον όρο ότι πληρούνται ορισμένες προϋποθέσεις και δεν νοθεύεται ο ανταγωνισμός. Σε περίπτωση χορήγησης κρατικών ενισχύσεων που δεν πληρούν τις νόμιμες προϋποθέσεις, τότε ενεργοποιείται η διαδικασία ανάκτησης της παρανόμως χορηγηθείσας κρατικής ενίσχυσης.

Μία τέτοια περίπτωση ανάκτησης της παρανόμως χορηγηθείσας κρατικής ενίσχυσης αποτελεί η πολύ σημαντική για την ελληνική ναυπηγική βιομηχανία υπόθεση των Ελληνικών Ναυπηγείων. Το Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης εξέδωσε στα τέλη Ιουνίου 2012 απόφαση σχετικά με κρατικές ενισχύσεις που χορήγησε το ελληνικό κράτος στα Ελληνικά Ναυπηγεία Α.Ε, σύμφωνα με την οποία οι ενισχύσεις αυτές ήταν ασυμβίβαστες με την κοινή αγορά και διέταξε την ανάκτησή τους.

Τα ιστορικά στοιχεία που περιβάλλουν το νομικό συλλογισμό είναι συνοπτικά τα εξής: Η εταιρεία Ελληνικά Ναυπηγεία Α.Ε. έπαυσε τις εργασίες της το 1985 και τέθηκε υπό εκκαθάριση. Το Σεπτέμβριο της ίδιας χρονιάς η κρατικής ιδιοκτησίας Ελληνική Τράπεζα Βιομηχανικής Ανάπτυξης (ΕΤΒΑ) αγόρασε την εταιρεία Ελληνικά Ναυπηγεία Α.Ε. (ΕΝΑΕ) και τον ίδιο μήνα το 49% των μετοχών της ΕΝΑΕ πωλήθηκε στους εργαζομένους της. Το 2001 το ελληνικό Δημόσιο αποφάσισε να προχωρήσει στην ιδιωτικοποίηση της ΕΝΑΕ κι έτσι το μερίδιο των μετοχών των εργαζομένων των Ναυπηγείων και της ΕΤΒΑ πωλήθηκε στην κοινοπραξία των εταιρειών Howaldtswerke-Deutsche Werft GmbH και Ferrostaal AG. Απόρροια της συμφωνίας αυτής, η οποία ολοκληρώθηκε το Μάιο του 2002, ήταν η δημιουργία της εταιρείας Ελληνική Ναυπηγοκατασκευαστική ΑΕ Χαρτοφυλακίου. Από το 2005, κατόπιν εξαγοράς της Howaldtswerke-Deutsche Werft GmbH από την Thyssen Krupp AG και την αγορά των μετοχών της  Ferrostaal AG, η Thyssen Krupp AG είναι ο μοναδικός κύριος των μετοχών των Ελληνικών Ναυπηγείων. Η Ελληνική Δημοκρατία κατά το χρονικά διάστημα αυτό μέσω της ΕΤΒΑ προέβη στη χορήγηση μίας σειράς ενισχύσεων προς την ΕΝΑΕ, για τα οποία εκδόθηκαν αντίστοιχες αποφάσεις της Ευρωπαϊκής Επιτροπής.

Ειδικότερα στις 2 Ιουλίου 2008 η Ευρωπαϊκή Επιτροπή εξέδωσε την απόφαση 2009/610/ΕΚ που αφορούσε ορισμένα μέτρα, που συνίστανται σε εισφορές κεφαλαίου, εγγυήσεις, αντεγγυήσεις και δάνεια προς την Ελληνικά Ναυπηγεία ΑΕ. Μετά την κοινοποίηση της εν λόγω απόφασης προς την Ελληνική Δημοκρατία, ακολούθησε μία σειρά συναντήσεων και εκτεταμένη ανταλλαγή αλληλογραφίας μεταξύ της Επιτροπής και των αρμόδιων ελληνικών αρχών, οι οποίες τελικώς οδήγησαν σε μία νέα συμφωνία τον Ιούλιο του 2010 (είχε προηγηθεί μία ακόμα συμφωνία τον Ιούλιο του 2009 με παρόμοιους όρους), στην οποία συνομολογήθηκαν τα εξής: Δεδομένης της οικονομικής κατάστασης της ΕΝΑΕ, έγινε δεκτό ότι η πλήρης ανάκτηση των παράνομων κρατικών ενισχύσεων θα μπορούσε να οδηγήσει σε πτώχευση της επιχείρησης, συμπεριλαμβανομένων και των στρατιωτικών της δραστηριοτήτων. Μία τέτοια προοπτική θα μπορούσε να θέσει σε κίνδυνο τα συμφέροντα ασφάλειας της Ελλάδας. Για το λόγο αυτό, συμφωνήθηκε η πώληση των περιουσιακών στοιχείων που συνδέονται αποκλειστικά με τις μη στρατιωτικές δραστηριότητες της ΕΝΑΕ, επιστροφή στο Δημόσιο των γεωτεμαχίων που παραχωρήθηκαν στην ΕΝΑΕ για αποκλειστική χρήση και τα οποία δεν σχετίζονται με τις στρατιωτικές δραστηριότητες της ENAE, δεσμευτική δήλωση ότι δεν θα αναπτύξει εμπορική δραστηριότητα κατά τα δεκαπέντε επόμενα έτη, δεσμευτική δήλωση ότι δεν θα γίνει χρήση της εγγυήσεως αποζημιώσεως που χορήγησε η ΕΤΒΑ στην HDW/Ferrostaal και δέσμευση για την ενημέρωση της Επιτροπής κατά τακτά χρονικά διαστήματα σχετικά με την εκτέλεση της εν λόγω αποφάσεως. Εντούτοις, η Επιτροπή, κρίνοντας ότι η Ελληνική Δημοκρατία δε συμμoρφώθηκε με την εν λόγω απόφαση, προσέφυγε στο Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Η απόφαση του Δικαστηρίου εξεδόθη στα τέλη Ιουνίου του 2012 (C-485/10). Ειδικότερα, σύμφωνα με την εν λόγω απόφαση η Ελληνική Δημοκρατία όχι μόνο παρέλειψε να λάβει όλα τα αναγκαία μέτρα για την ανάκτηση των παρανόμως χορηγηθεισών ενισχύσεων προς την ΕΝΑΕ, αλλά δεν παρήσχε στην Επιτροπή καμία πληροφορία για τα ήδη ληφθέντα ή σχεδιαζόμενα μέτρα για την ανάκτηση των ενισχύσεων.

Αυτή η καταδικαστική απόφαση έχει προκαλέσει αντιδράσεις, κυρίως όσον αφορά την επικύρωση από το Δικαστήριο της απαγόρευσης της ναυπήγησης εμπορικών πλοίων στα Ελληνικά Ναυπηγεία. Πρόσφατα, ο Αρμόδιος για τον Ανταγωνισμό Επίτροπός Χοακίν Αλμούνια, σε σχετική ερώτηση Ευρωβουλευτή, απάντησε ότι «Δεδομένου ότι, στο παρόν στάδιο, καμία ανάκτηση δεν έχει υλοποιηθεί, και λαμβάνοντας υπόψη την απόφαση του Δικαστηρίου, η Επιτροπή εκφράζει τη λύπη της για το γεγονός ότι δεν θεωρεί ότι υπάρχουν περιθώρια αναθεώρησης της ισχύουσας θέσης της (βλ. απάντηση της Επιτροπής στη γραπτή ερώτηση E-002114/2012)».

Υπ’ αυτά τα δεδομένα και λαμβανομένης υπόψη της κεφαλαιώδους σημασίας των Ελληνικών Ναυπηγείων για την ελληνική οικονομία, κρίνεται επιτακτική η ανάγκη εύρεσης διεξόδου από το τέλμα, ώστε να μπορέσει η επιχείρηση να επανέλθει σταδιακά σε πλήρη δραστηριότητα, με ταυτόχρονη όμως συμμόρφωση της Ελληνικής Δημοκρατίας με τις δεσμεύσεις της. Τόσο η απόφαση του Δικαστηρίου όσο και αυτή της Ευρωπαϊκής Επιτροπής αφορούν συγκεκριμένες λανθασμένες πρακτικές και είναι πια τετελεσμένες. Σε καμία περίπτωση αυτό δεν καθιστά τη χορήγηση κρατικών ενισχύσεων και την εξέλιξη του κλάδου της ελληνικής ναυπηγικής βιομηχανίας αδύνατη για το μέλλον, φτάνει να γίνει ορθή χρήση όλων των δυνατοτήτων που προσφέρει το εκάστοτε ρυθμιστικό πλαίσιο.

Για περισσότερες πληροφορίες παρακαλούμε επικοινωνήστε με:

Παναγιώτα Ξυλάκη

[email protected]